- νωρεῖ
- νωρεῖ· ἐνεργεῖ, Hsch. [full] νώρεμνος· μέγας, πολύς, Id. ; but also, κατώτατος, ἀσθενής, ἔσχατος, πλατύς, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νωρεί — νωρεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐνεργεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νωρεῖ (πρβλ. νῶροψ) έχει αναχθεί στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα νωρ τής ΙΕ ρίζας * ner «ζωτική δύναμη, άντρας» (πρβλ. λιθουαν. noras «θέληση, βούληση», noriu eti «θέλω», λατ. Nerō) και έχει … Dictionary of Greek
норов — диал. наров, арханг. (Подв.); с народно этимологическим уподоблением приставке на , укр. норов, блр. норов, др. русск. норовъ, цслав. нравъ, болг. нърав, нрав (Младенов 360), словен. nràv, род. п. nrava, др. чеш. nrav, чеш. mrav. Праслав. *norvъ … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
νώροψ — νῶροψ, οπος, ό, ή (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού χαλκού) στιλπνός, αστραφτερός («ἐν δ αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) λαμπρός, φωτεινός 3. (κατά τον Ησύχ.) «νῶροψ λαμπρός, ὀξύφωνος, ἔνηχος, ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο … Dictionary of Greek
ner-1(t)-, aner- (ǝner-?) — ner 1(t) , aner (ǝner ?) English meaning: vital energy; man Deutsche Übersetzung: 1. (“magische) Lebenskraft”; 2. “Mann” Material: O.Ind. nár (nü ) “man, person”, Av. nar (nü) ds. (O.Ind. nara ḥ, Av. nara after acc. náram,… … Proto-Indo-European etymological dictionary